παλλακεῦσαι — παλλακεύω to be a concubine aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακευομένας — παλλακευομένᾱς , παλλακεύομαι pres part mp fem acc pl παλλακευομένᾱς , παλλακεύομαι pres part mp fem gen sg (doric aeolic) παλλακευομένᾱς , παλλακεύω to be a concubine pres part mp fem acc pl παλλακευομένᾱς , παλλακεύω to be a concubine pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακευόμενον — παλλακεύομαι pres part mp masc acc sg παλλακεύομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg παλλακεύω to be a concubine pres part mp masc acc sg παλλακεύω to be a concubine pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακεύει — παλλακεύομαι pres ind mp 2nd sg παλλακεύω to be a concubine pres ind mp 2nd sg παλλακεύω to be a concubine pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαλλακεύω — (Α) κάνω μια γυναίκα παλλακίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παλλακεύω «είμαι παλλακίδα»] … Dictionary of Greek
παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… … Dictionary of Greek
παλλακευθείσης — παλλακεύομαι aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακευθησομένης — παλλακεύομαι fut part mp fem gen sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine fut part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακευομένη — παλλακεύομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλλακευομένην — παλλακεύομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) παλλακεύω to be a concubine pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)